στεγνοῦ

στεγνοῦ
στεγνός
watertight
masc/neut gen sg
στεγνόω
close
pres imperat mp 2nd sg
στεγνόω
close
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λακωνικό — Είδος στεγνού λουτρού με εφίδρωση το οποίο οι Ρωμαίοι εισήγαγαν και στην Ελλάδα στο τέλος της Δημοκρατίας. Το χρησιμοποιούσαν ιδιαίτερα έπειτα από υπερβολική οινοποσία για να συνέλθουν, προκαλώντας σοβαρή εφίδρωση. Το είδος αυτό του στεγνού… …   Dictionary of Greek

  • ερμπάριο — Συλλογή αποξηραμένων φυτών που διατηρούνται πάνω σε φύλλα χαρτιού. Αν και ετυμολογικά ο όρος προέρχεται από τη λατινική λέξη herba (= πόα, χλόη), στα ε. υπάρχουν και ξυλώδη φυτά. Επάνω στα φύλλα χαρτιού στερεώνονται μικροί βλαστοί, φύλλα, άνθη… …   Dictionary of Greek

  • κοθρί — το ξερό υπόλειμμα ψωμιού ή στεγνού φαγητού …   Dictionary of Greek

  • κοθροκόμματο — το ξερό κομμάτι ψωμιού ή στεγνού φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοθρί + κόμματο (< κομμάτι), πρβλ. λεμονο κόμματο, ξερο κόμματο] …   Dictionary of Greek

  • στέγνα — και στέγνια και στέγνη, η, Ν [στεγνός] 1. η ιδιότητα τού στεγνού, η απουσία υγρασίας 2. ανομβρία 3. μτφ. ξηρότητα, ανιαρότητα 4. μτφ. έλλειψη μέσων και χρημάτων …   Dictionary of Greek

  • στεγνότητα — η / στεγνότης, ητος, ΝΜΑ [στεγνός] νεοελλ. η ιδιότητα τού στεγνού, το να είναι στεγνό κάτι μσν. αρχ. στεγανότητα, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές αρχ. δυσκοιλιότητα …   Dictionary of Greek

  • τετραχλωρ(ο)αιθυλένιο — το, Ν χημ. άχρωμο, άκαυστο, εξαιρετικά σταθερό υγρό, βαρύτερο από το νερό, άκυκλη ακόρεστη οργανική ένωση, τετραχλωροπαράγωγο τού αιθυλενίου, το οποίο χρησιμοποιείται ως μέσον στεγνού καθαρισμού, για την απολίπανση μεταλλικών επιφανειών, καθώς… …   Dictionary of Greek

  • Νίτσε, Φρίντριχ Βίλχελμ — (Friedrich Wilhelm Nietzsche, Ρέκεν, Λίτσεν 1844 – Βαϊμάρη 1900). Γερμανός φιλόσοφος και δοκιμιογράφος. Ξεκίνησε με μεγαλοφυείς και βαθύτατες φιλοσοφικές μελέτες, που του χάρισαν, σε ηλικία μόλις εικοσιπέντε ετών, την έδρα της κλασικής φιλολογίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”